- γαργαλώ
- chatouiller
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γαργαλώ — ( άω) βλ. γαργαλίζω … Dictionary of Greek
γαργαλώ — γαργάλησα, γαργαλήθηκα, γαργαλημένος, γαργαλίζω: Τον γαργαλώγια να ξυπνήσει. – Γαργαλήθηκε από την προίκα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαργάλῳ — γάργαλος tickling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαργάλητος — η, ο [γαργαλώ] βλ. αγαργάλιστος … Dictionary of Greek
γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ … Dictionary of Greek
γαργαλητό — το [γαργαλώ] το να ερεθίζει κανείς κάποιον με γαργάλημα … Dictionary of Greek
καταγαργαλίζω — (Α) γαργαλώ υπερβολικά … Dictionary of Greek
κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… … Dictionary of Greek
προγαργαλίζω — Α 1. γαργαλίζω πρωτύτερα 2. φρ. «προγαργαλίζω έμαυτόν» προετοιμάζομαι για γαργάλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γαργαλίζω «γαργαλώ»] … Dictionary of Greek
προσκνήθω — Α ξύνω ή γαργαλώ («κάπρον παῑς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ», Τραγ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κνήθω «ξύνω»] … Dictionary of Greek
υπεργαργαλίζω — Μ [γαργαλίζω] γαργαλώ πάρα πολύ … Dictionary of Greek